Αιθανοθειόλη

Από testwiki
Αναθεώρηση ως προς 07:56, 4 Σεπτεμβρίου 2024 από τον imported>InternetArchiveBot (Προσθήκη 1 βιβλίου για Επαληθευσιμότητα (20240903)) #IABot (v2.0.9.5) (GreenC bot)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πρότυπο:Πληροφορίες χημικής ένωσης

Η αιθανοθειόλη[1] είναι οργανική χημική ένωση, με χημικό τύπο C2H6S, αν και παριστάνεται συχνά και με τους τύπους CH3CH2SH, C2H5SH και EtSH. Η χημικά καθαρή αιθανοθειόλη, στις «κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος», δηλαδή θερμοκρασία 25°C και πίεση 1 atm, είναι άχρωμο διαυγές υγρό με χαρακτηριστική δυσάρεστη οσμή. Η αιθανοθειόλη είναι τοξική. Βρίσκεται σε μικρές ποσότητες στο αργό πετρέλαιο. Επίσης προστίθεται τεχνητά ως οσμοθέτης σε άοσμα αέρια προϊόντα, όπως το υγραέριο, ώστε να βοηθά με την οσμή της στην προειδοποίηση σε περίπτωση διαρροής. Σε τέτοιες συγκεντρώσεις (οσμοθέτη) η αιθανόλη δεν είναι βλαβερή.

Με βάση το χημικό τύπο της, C2H6S, έχει ένα (1) ισομερές θέσης, το διμεθυλοθειαιθέρα (Me2S).

Οσμή

Οι άνθρωποι μπορούν να ανιχνεύουν ατμούς της σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις, ως και 2,8 ppb. Η οσμή της θυμίζει πράσα, κρεμμύδια ή μαγειρεμένα λάχανα, αλλά είναι πολύ αηδιαστική.[2] Σύμφωνα, μάλιστα, με την έκδοση του 2000 του βιβλίου Γκίνες, «η αιθανοθειόλη είναι η ένωση με το χαμηλότερο κατώφλι ανίχνευσης ύπαρξης από την ανθρώπινη οσμή»[3], αν και πιθανότατα οι υπεύθυνοι της έκδοσης αγνοούσαν ότι υπάρχουν ουσίες με ακόμη χαμηλώτερο κατώφλι ανίχνευσης, όπως για παράδειγμα. η 1-προπανοθειόλη (PrSH).

Το 1938, εργαζόμενοι της εταιρείας Union Oil Company of California ανέφεραν πρώτοι ότι κάποια είδη γύπα συγκεντρώνονταν στην περιοχή κάθε φορά διέρρεε ποσότητα κάποιου αερίου. Αργότερα, βρήκαν ότι αυτό προκαλούνταν όταν το αέριο που διέρεε περιείχε αιθανοθειόλη, οπότε αποφάσισαν να αυξάνουν επίτηδες τη συγκέντρωση της ένωσης στα αέρια που χειρίζονταν, ώστε έτσι να καθιστούν την ανίχνευση των όποιων διαρροών ευκολότερη.[4][5]

Ονοματολογία

Η ονομασία «αιθανοθειόλη» (δείτε και την «ιστορία» παρακάτω) προέρχεται από την ονοματολογία κατά IUPAC. Συγκεκριμένα, το πρόθεμα «αιθ-» δηλώνει την παρουσία δύο (2) ατόμων άνθρακα ανά μόριο της ένωσης, το ενδιάμεσο «-αν-» δείχνει την παρουσία μόνο απλών δεσμών στο μόριο και η κατάληξη «-θειόλη» φανερώνει ότι περιέχει μια υδροθειομάδα (-SH), ως κύρια χαρακτηριστική ομάδα, δηλαδή ότι πρόκειται για θειόλη.

Μοριακή δομή

Το μόριό της αποτελείται από μια αιθυλομάδα (CH3CH2-) και μια υδροθειομάδα (-SH). Πρόκειται για το θειούχο ανάλογο της αιθανόλης. Η παρουσία, ωστόσο, του ατόμου του θείου, αντί αυτού του οξυγόνου, διαφοροποιεί πολλές ιδιότητες, με πιο άμεσα αντιληπτή, αυτήν της δυσάρεστης οσμής της αιθανοθειόλης. Επίσης, η αιθανοθειόλη είναι πολύ πτητικότερη από την αιθανόλη, παρόλο που έχει μεγαλύτερη μοριακή μάζα, γιατί στην πρώτη εξαφανίζεται το φαινόμενο των δεσμών υδρογόνου που υπάρχει στη δεύτερη. Η γωνία C-S-Η πλησιάζει τη γωνία H-S-Η στο υδρόθειο.

Δεσμοί[6]
Δεσμός τύπος δεσμού ηλεκτρονική δομή Μήκος δεσμού Ιονισμός
C-H σ 2sp³-1s 109 pm 3% C- H+
C-C σ 2sp³-2sp³ 154 pm
C-S σ 2sp³-3sp³ 150 pm 1,5‰ C+ S-
S-H σ 2sp³-1s 136 pm 3,6% H+ S-
Κατανομή φορτίων σε ουδέτερο μόριο
C#2 -0,09
C#1 -0,0585
S -0,0375
Η (C-H) +0,03
Η (S-H) +0,036

Ιστορία

Η αιθανοθειόλη αρχικά αναφέρθηκε ότι παράχθηκε από το Δανό Γουΐλλιαμ Κρίστοφερ Ζεΐς (William Christopher Zeise) το 1834[7]. Για την παραγωγή της χρησιμοποίησε επίδραση αιθυλοθειικό ασβέστιο [Ca(EtSO3)2] σε εναιώρημα θειούχου βαρίου (BaS) κορεσμένου με υδρόθειο (H2S). Πιστώθηκε ακόμη με την ονομασία «μερκαπτούμ» (mercaptum) της ομάδας C2H5S- (που ονομάζεται αιθυλοθειομάδα συστημικά).

Αργότερα, το 1840, ο Χενρί Βικτόρ Ραγκνάτ (Henri Victor Regnault), παρασκεύασε αιθανοθειόλη με υποκατάσταση του αλογόνου αλαιθανίου από υδροθειομάδα, με τη χρήση υδατικού διαλύματος όξινου θειούχου νατρίου[8][9]:

NaHS+CH3CH2XCH3CH2SH+NaX

Παραγωγή

Η αιθανοθειόλη παράγεται πλέον συνήθως με χημική αντίδραση αιθενίου με υδρόθειο, πάνω από έναν καταλύτη. Διαφορετικές παραγωγικές μονάδες χρησιμοποιούν διαφορετικούς καταλύτες για αυτήν τη διεργασία:

CH2=CH2+H2SCH3CH2SH

Αξιοποιείται εμπορικά επίσης η αντίδραση αιθανόλης με αέριο υδρόθειο, πάνω από έναν όξινο καταλύτη, όπως η αλουμίνα[10] ή το διοξείδιο του θορίου[11]:

H2S+CH3CH2OHAl2O3η´ThO2CH3CH2SH+H2O

Χημικές ιδιότητες και παράγωγα

Η αιθανοθειόλη αποτελεί αντιδραστήριο για την οργανική σύνθεση. Παρουσία υδροξειδίου του νατρίου (NaOH), δίνει ποσοτικά αιθυλοθειούχο ανιόν (EtS), που αποτελεί ισχυρό πυρηνόφιλο.[12]

Οξεοβασικές ιδιότητες

Όπως και οι άλλες θειόλες, συμπεριφέρεται πολύ παρόμοια με το υδρόθειο.

1. Η αιθανοθειόλη συμπεριφέρεται ως ασθενές οξύ, οπότε σχηματίζει αιθανοθειολικά άλατα (ή «αιθυλομερκαπτίδια») με βάσεις, όπως το υδροξείδιο του νατρίου[13]:

CH3CH2SH+NaOHCH3CH2SNa+H2O

2. Επίσης και με ορισμένα οξείδια, όπως και γενικότερα με ενώσεις που περιέχουν κατιόντα μεταβατικών μετάλλων, όπως ο υδράργυρος, ο χαλκός και το νικέλιο, σχηματίζουν τα αντίστοιχα αιθανοθειολικά άλατα. Για παράδειγμα:[14]

2CH3CH2SH+HgO(CH3CH2S)2Hg+H2O

3. Το άχρωμο άλας της αιθανοθειόλης, το αιθανοθειολικό νάτριο μπορεί να ληφθεί και ως εξής:

CH3CH2ONa+CH3CH2SHCH3CH2SNa+CH3CH2OH

  • Το ίδιο ισχύει, δηλαδή παραγωγή του αντίστοιχου αιθανοθειολικού άλατος, για επίδραση αιθανοθειόλης σε κάθε άλας ασθενέστερου οξέος από την ίδια τη αιθανοθειόλη.

Θειολεστέρες

Όπως οι αλκοόλες παράγουν εστέρες με οξέα, έτσι και οι θειόλες παράγουν θειολεστέρες με αυτά. Π.χ. με επίδραση καρβοξυλικών οξέων σε αιθανοθειόλη[15]:

CH3CH2SH+RCOOHH+RCOSCH2CH3+H2O

Αντιδράσεις προσθήκης

Θειοκετάλες

Με επίδραση καρβονυλικών ενώσεων παράγονται θειοκετάλες[16]:

2CH3CH2SH+>C=OH+>C(SCH2CH3)2+H2O

Προσθήκη σε οξιράνιο

Με επίδραση σε οξιράνιο παράγεται 2-αιθυλοθειαιθανόλη[17]:

ΟξιράνιοΠρότυπο:Dead link+CH3CH2SHCH3CH2SCH2CH2OH

Οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις

Αιθανοσουλφονικό οξύ

Η αιθανοδιόλη μπορεί να οξειδωθεί σχηματίζοντας αιθανοσουλφονικό οξύ (CH3CH_2SO3H), χρησιμοποιώντας ισχυρά οξειδωτικά μέσα.

Γενικά:

CH3CH2SH+3|O|CH3CH2SO3H

Ειδικότερα παραδείγματα:[18]

CH3CH2SH+3HNO3CH3CH2SO3H+3HNO2

CH3CH2SH+3HIO4CH3CH2SO3H+3HIO3

Παραγωγή δισουλφιδίου

Η επίδραση ασθενέστερων οξειδωτικών μέσων σε αιθανοθειόλη, όπως τριοξείδιο του σιδήρου (Fe2O3), το υπεροξείδιο του υδρογόνου (H2O2),

ή ο διχλωριούχος χαλκός (CuCl2), παράγεται διαιθυλοδιθειαιθέρας:

Γενικά:

2CH3CH2SH+|O|CH3CH2SSCH2CH3+H2O

Ειδικότερα παραδείγματα:[19]

2CH3CH2SH+Fe2O3CH3CH2SSCH2CH3+2FeO+H2O 2CH3CH2SH+H2O2CH3CH2SSCH2CH3+2H2O 2CH3CH2SH+2CuCl2CH3CH2SSCH2CH3+Cu2Cl2+2HCl

  • Ο διαιθυλοδιθειαιθέρας είναι άοσμος, οπότε η αντίδραση ήπιας οξείδωσης αιθανοθειόλης, π.χ. από χλωρίνη, αξιοποιείται για την απομάκρυνση της οσμής της αιθανοθειόλης, όταν η οσμή αυτή είναι ανεπιθύμητη.
  • Παραιτέρω οξείδωση του διθειαιθέρα παράγει αιθανοσουλφονικό οξύ:

CH3CH2SSCH2CH3+5|O|+H2O2CH3CH2SO3H


Αιθάνιο

1. Με επίδραση φωσφορώδη τριαιθυλεστέρα [(CH3CH2O)3P] παράγεται αιθάνιο (CH3CH3)[20]:

CH3CH2SH+(CH3CH2O)3PCH3CH3+(CH3CH2O)3PS

2. Με επίδραση υδρογόνου και με καταλύτη νικέλιο (αποθείωση με μέθοδο Raney) παράγεται επίσης αιθάνιο (CH3CH3)[21]:

CH3CH2SH+H2Ni(Raney)CH3CH3+H2S

Επίδραση καρβενίων

Παρεμβολή καρβενίων, π.χ. με μεθυλενίου παράγονται 1-προπανοθειόλη, 2-προπανοθειόλη και αιθυλομεθυλοθειαιθέρας[22]:

CH3CH2SH+CH3Cl+KOH12CH3CH2CH2SH+13(CH3)2CHSH+16CH3CH2SCH3+KCl+H2O

Εφαρμογές

Η αιθανοθειόλη προστίθεται εσκεμμένα στα υγραέρια, ώστε να κάνει ευκολότερο τον εντοπισμό διαρροής σε κανονικά άοσμα αέρια καύσιμα, ώστε να αποφευχθούν απειλές πυρκαγιάς, έκρηξης ή ασφυξίας.

Επίσης, στη βιομηχανία υπόγειας εξόρρυξης η αιθανοθειόλη απελευθερώνεται στον εξαερισμό των ορυχείων ως οσμικό σήμα συναγερμού.[23] Αυτό συνήθως επιβάλλεται από την κείμενη νομοθεσία πολλών κρατών.[24]

Παρατηρήσεις, υποσημειώσεις και αναφορές

  1. Για εναλλακτικές ονομασίες και συμβολισμούς δείτε τον πίνακα πληροφοριών.
  2. Πρότυπο:Cite web
  3. Η ελάχιστη συγκέντρωση που απαιτείται για να είναι εφικυή η ανίχνευση μιας ουσίας
  4. Πρότυπο:Cite book
  5. Πρότυπο:Cite web
  6. Τα δεδομένα προέρχονται εν μέρει από το «Table of periodic properties of the Ellements», Sagrent-Welch Scientidic Company και Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, Σελ. 34.
  7. Zeise, William Christopher (1834). "Sur le Mercaptan; avec des Observations sur d'autres produits resultant de l'Action des Sulfovinates ainsi que de l'Huile de vin, sur des sulfures metalliques". Annales de Chimie et de Physique 56: 87–97.
  8. Regnault, V (1840). "Ueber die Einwirkung des Chlors auf die Chlorwasserstoffäther des Alkohols und Holzgeistes und über mehrere Punkte der Aethertheorie". Ann. 34: 24–52. doi:10.1002/jlac.18400340103.
  9. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.266, §11.2Α1.
  10. Norell, John; Louthan, Rector P. (1988). "Thiols". Kirk-Othmer Concise Encylclopedia of Chemical Technology (3rd ed.). New York: John Wiley & Sons, Inc. pp. 946–963. ISBN 978-0471801047.
  11. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.266, §11.2Α2.
  12. Πρότυπο:OrgSynth
  13. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.269, §11.6B1.
  14. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.269, §11.6B2.
  15. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.269, §11.6B3.
  16. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.269, §11.6B4.
  17. Ν. Αλεξάνδρου, Α. Βάρβογλη, Δ. Νικολαΐδη: Χημεία Ετεροχημικών Ενώσεων, Θεσσαλονίκη 1985, §2.1., σελ. 16-17, εφαρμογή γενικής αντίδρασης για Nu = CH3S-.
  18. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.269, §11.6B6.
  19. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.269, §11.6B5.
  20. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.269, §11.6B7.
  21. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.269, §11.6B8.
  22. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 155, §6.7.3, R = CH2SH.
  23. Πρότυπο:Cite web
  24. Πρότυπο:Cite web

Πηγές πληροφόρησης

  1. SCHAUM'S OUTLINE SERIES, «ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ», Μτφ. Α. Βάρβογλη, 1999
  2. «Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας» Ν. Α. Πετάση 1982
  3. Αναστάσιου Βάρβογλη, «Χημεία Οργανικών Ενώσεων», Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991
  4. Καραγκιοζίδη Σ. Πολυχρόνη, «Ονοματολογία Οργανικών Ενώσεων στα Ελληνικά & Αγγλικά» Β΄ Έκδοση, Θεσσαλονίκη 1991
  5. Νικολάου Ε. Αλεξάνδρου, «Γενική Οργανική Χημεία», Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1985
  6. Δημητρίου Ν. Νικολαΐδη, «Ειδικά Μαθήματα Οργανικής Χημείας», ΑΠΘ, θεσσαλονίκη 1983
  7. Νικολάου Ε. Αλεξάνδρου, Αναστάσιου Βάρβογλη, Φαίδωνα Χατζημηχαλάκη, «Εργαστηριακός Οδηγός», Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1986


Πρότυπο:Θειόλες