Σαλικυλαλδεΰδη
Πρότυπο:Πληροφορίες χημικής ένωσης
Η σαλικυλαλδεΰδη[1] (αγγλικά salicylaldehyde) είναι αρωματική οργανική χημική ένωση, που περιέχει άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο, με μοριακό τύπο C7H6O2, αλλά συμβολίζεται συχνότερα με τον ημισυντακτικό της τύπο (C6H4)(2-ΟΗ)CHO.[2]
Ο τύπος αυτός δείχνει ότι η βενζαλδεΰδη αποτελείται δομικά από μια βενζοομάδα (-C6H4-), μια υδροξυλομάδα (-ΟΗ) συνδεμένη με το #2 άτομο άνθρακα του βενζολικού δακτυλίου και μια φορμυλομάδα (-CHO). Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί μια από τις τρεις (3) ισομερείς υδροξυβενζαλδεΰδες. Οι άλλες δύο (2) υδροξυβενζαλδεΰδες είναι η 3-υδροξυβενζαλδεΰδη [(C6H4)(3-ΟΗ)CHO] και η 4-υδροξυβενζαλδεΰδη [(C6H4)(4-ΟΗ)CHO]. Η χημικά καθαρή σαλικυλαλδεΰδη, στις «κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος», δηλαδή σε θερμοκρασία 25°C και υπό πίεση 1 atm, είναι άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή πικραμύγδαλου, όταν οι ατμοί της βρίσκονται σε υψηλή συγκέντρωση. Η σαλικυλαλδεΰδη είναι κομβική πρόδρομη ένωση για μια ποικιλία χηλικών ενώσεων, κάποιες από τις οποίες είναι εμπορικά σημαντικές. Εκτός από τη «μητρική» σαλικυλαλδεΰδη, ο όρος επεκτείνεται και σε σειρά «θυγατρικών» παραγώγων της, που ενίοτε αναφέρονται συλλύβδην (μαζί με τη «μητρική» ένωση) «σαλικυλαλδεΰδες».
Φυσική παρουσία
Η σαλυκυλαλδεΰδη αναγνωρίστηκε χαρακτηριστικό αρωματικό συστατικό του φαγόπυρου.[3]
Αποτελεί επίσης συστατικό του καστορέλαιου, που παράγεται από το υγρό περιεχόμενο των καστορικών σάκων των ώριμων Βορειοαμερικανικών και Ευροπαϊκών καστόρων, και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία.
Επιπλέον, η σαλυκυλαλδεΰδη παρουσιάζεται σε αμυντικές εκκρήσεις προνυμφών διαφόρων σκαθάριών των φύλλων, σε είδη που ανήκουν στο υποφύλο Chrysomelina.[4] Παράδειγμα τέτοιου σκαθαριού, που παράγει σαλικυλαλδεΰδη είναι το κόκκινο σκαθάρι φύλλων λεύκας, με βιολογική ονομασία Chrysomela populi.
Παραγωγή
Η σαλικυλαλδεΰδη παράγεται από φαινόλη (PhOH) και χλωροφόρμιο (CHCl3), μετά από συνθέρμανση με υδροξείδιο του νατρίου (NaOH) ή υδροξείδιο του καλίου (KOH) σύμφωνα με την αντίδραση Reimer–Tiemann :[5]
Εναλλακτικά, παράγεται με αντιδράσεις συμπύκνωσης φαινολών ή κάποιων παραγώγων τους με φορμαλδεΰδη (ΗCHO), που δίνουν 2-υδροξυβενζυλική αλκοόλη [(C6H4)(2-ΟΗ)CH2OH] , που μπορεί, με τη σειρά της, να οξειδωθεί σε σαλικυλαλδεΰδη.
Οι «θυγατρικές» σαλικυλαλδεΰδες μπορούν να παραχθούν από την αντίστοιχη φαινόλη, μέσω της αντίδρασης Νταφ (Duff reaction) ή μετά από επίδραση με παραφορμαλδεΰδη, με την παρουσία χλωριούχου μαγνησίου (MgCl2) και μιας βάσης.[6]
Αντιδράσεις και εφαρμογές
H σαλικυλαλδεΰδη χρησιμοποιείται ως πρόδρομη ένωση για τις ακόλουθες:

2. Βενζοφουράνιο
3. N-αλκυλοσαλικυλαλδεϋδιμίνη
4. 3-καρβαιθοξυκουμααρίνιο
Κατεχόλη
H σαλικυλαλδεΰδη μπορεί να οξειδωθεί από το υπεροξείδιο του υδρογόνου (H2O2), δίνιοτας κατεχόλη. (Αντίδραση Ντεϊκίν, Dakin reaction):[7]
Αλκυλίωση και αιθεροποίηση
Αρχικά με O-αλκυλίωση σαλικυλαλδεΰδης με χλωραιθανικό οξύ (ClCH2COOH) και έπειτα με ενδομοριακή αφυδάτωση, σε συνθήκες αιθεροποίησης, παράγεται τελικά βενζοφουράνιο.[8]

Αζωτούχα παράγωγα
Η σαλικυλαδεΰδη μετατρέπεται σε χηλικούς συναρμοτές μετά από αντίδραση συμπύκνωσης με αμίνες. Για παράδειγμα, με 1,2-αιθανοδιαμίνη (H2NCH2CH2NH2) συμπυκνώνεται δίνοντας το συναρμοτή σέιλεν. Με υδροξυλαμίνη (NH2OH) δίνει σαλικυλαδοξίμη [(C6H4)(2-OH)CH=NOH]. Με αλκυλαμίνη (RNH2) δίνει N-αλκυλοσαλικυλιμίνη [(C6H4)(2-OH)CH=NR]:
Αλδολική συμπύκνωση
Η σαλικυλαδεΰδη με μηλονικό διαιθυλεστέρα (CH3CH2OOCCH2COOCH2CH3) δίνει 3-καρβαιθοξυκουμαρίνιο μέσω αλδολικής συμπύκνωσης [9]
Κουμαρίνη
Η σαλικυλαδεΰδη με αιθανικό ανυδρίτη (CH3CO3CH3) δίνει κουμαρίνη, μέσω σύνθεσης Πέρκινσχεν (Perkinschen synthesis)[10]:

Δείτε επίσης
Πηγές
- Γ. Βάρβογλη, Ν. Αλεξάνδρου, Οργανική Χημεία, Αθήνα 1972
- Α. Βάρβογλη, «Χημεία Οργανικών Ενώσεων», παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991
- SCHAUM'S OUTLINE SERIES, ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ, Μτφ. Α. Βάρβογλη, 1999
- Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982
- Δημήτριου Ν. Νικολαΐδη: Ειδικά μαθήματα Οργανικής Χημείας, Θεσσαλονίκη 1983.
Αναφορές και σημειώσεις
- ↑ Δείτε τις εναλλακτικές ονομασίες στον παρακείμενο πίνακα πληροφοριών χημικής ένωσης.
- ↑ Merck Index, 11th Edition, 8295
- ↑ Πρότυπο:Cite journal
- ↑ Pauls, G., Becker, T., et al. (2016).
- ↑ Πρότυπο:UllmannCS1 maint: Multiple names: authors list (link)Πρότυπο:Ullmann
- ↑ Πρότυπο:OrgSynth
- ↑ Πρότυπο:OrgSynth
- ↑ Πρότυπο:OrgSynth
- ↑ Πρότυπο:OrgSynth
- ↑ Erich Koepp, Fritz Vögtle: . In: . Band 1987, Nr. 2, Januar 1987, doi:10.1055/s-1987-27880.
